θεολογικός

θεολογικός
-ή, -ό (AM θεολογικός, -ή, -όν) [θεολόγος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεολογία (α. «θεολογική συζήτηση» β. «θεολογική φιλοσοφία», Αριστοτ.).
επίρρ...
θεολογικώς και -ά (AM θεολογικῶς)
με θεολογικό τρόπο
νεοελλ.-μσν.
σύμφωνα με τον τρόπο ή τις απόψεις τής θεολογίας («το ζήτημα εξετάστηκε θεολογικά»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεολογικός — theological masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη θεολογία: Θεολογικές μελέτες. – Θεολογική σχολή του πανεπιστημίου Θεσ/νίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεολογικά — θεολογικός theological neut nom/voc/acc pl θεολογικά̱ , θεολογικός theological fem nom/voc/acc dual θεολογικά̱ , θεολογικός theological fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογικώτερον — θεολογικός theological adverbial comp θεολογικός theological masc acc comp sg θεολογικός theological neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογικῶν — θεολογικός theological fem gen pl θεολογικός theological masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογικόν — θεολογικός theological masc acc sg θεολογικός theological neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογικώτατα — θεολογικός theological adverbial superl θεολογικός theological neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογικώτατον — θεολογικός theological masc acc superl sg θεολογικός theological neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογικαῖς — θεολογικός theological fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογικαί — θεολογικός theological fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”