θεολογικός — theological masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη θεολογία: Θεολογικές μελέτες. – Θεολογική σχολή του πανεπιστημίου Θεσ/νίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεολογικά — θεολογικός theological neut nom/voc/acc pl θεολογικά̱ , θεολογικός theological fem nom/voc/acc dual θεολογικά̱ , θεολογικός theological fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικώτερον — θεολογικός theological adverbial comp θεολογικός theological masc acc comp sg θεολογικός theological neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικῶν — θεολογικός theological fem gen pl θεολογικός theological masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικόν — θεολογικός theological masc acc sg θεολογικός theological neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικώτατα — θεολογικός theological adverbial superl θεολογικός theological neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικώτατον — θεολογικός theological masc acc superl sg θεολογικός theological neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικαῖς — θεολογικός theological fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογικαί — θεολογικός theological fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)